- ταφρευτής
- ταφρ-ευτής, οῦ, ὁ,A ditcher, PCair.Zen.744.9 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταφρευτής — ὁ, Α [ταφρεύω] αυτός που σκάβει τάφρους … Dictionary of Greek